- κουφιοκέφαλος
- -η, -οανόητος, ελαφρόμυαλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουφιοκέφαλος — η, ο άμυαλος, ανόητος, ελαφρόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούφιος + κέφαλος (< κεφάλι), πρβλ. ξερο κέφαλος, χοντρο κέφαλος] … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κοκορόμυαλος — η, ο ανόητος, ελαφρόμυαλος, κουφιοκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + μυαλος (< μυαλό), πρβλ. αχυρό μυαλος, ελαφρό μυαλος] … Dictionary of Greek
κουφιοκεφαλάκης — ο κουφιοκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφιο κέφαλ ος + υποκορ. κατάλ. άκης (πρβλ. κοσμ άκης)] … Dictionary of Greek
κουφιοκεφαλάκης — ο θηλ. ισσα υποκορ. του κουφιοκέφαλος, αυτός που έχει κούφιο κεφάλι, ανόητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουφόμυαλος — η, ο κουφιοκέφαλος, ελαφρόμυαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κούφιος, -ια, -ιο — επίρρ. ια 1. άδειος, κοίλος. 2. χαλασμένος: Μη μαζεύεις κούφια καρύδια. 3. υπόκωφος: Ακούστηκε μια κούφια ντουφεκιά. 4. κουφιοκέφαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυρόμυαλος — η, ο αυτός που έχει μυαλό φυρό (βλ. λ.), ανόητος, που έχει λειψά τα μυαλά του, κουφιοκέφαλος, ελαφρόμυαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)